πατρινός — ή, ό [Πάτρα] 1. αυτός που αναφέρεται στην Πάτρα ή προέρχεται από αυτήν 2. (ως ουσ. εθνικό) Πατρινός, θηλ. Πατρινή και Πατρινιά ο καταγόμενος από την Πάτρα ἡ ο γεννημένος εκεί, ο κάτοικος τής Πάτρας … Dictionary of Greek
Dimitrios Patrinos — Δημήτριος Πατρινός 14th Mayor of Patras 1883 1887 Born Unknown Patras, Greece Died 1903 Greece … Wikipedia
Christos Laskaris — For other uses, see Laskaris. Christos Laskaris (Greek: Χρίστος Λάσκαρης, 1931 – December 11, 2008) was a Greek poet. Laskaris was born in the village of Chavari in Ilia, but moved to Patras as a child. He studied at the Pedagogical Academy of… … Wikipedia
βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… … Dictionary of Greek
Δαμουλιάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τη Ζάκυνθο. 1. Δημήτριος (1792 – 1858). Ήταν γνωστός και ως Πατρινός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των αρχών της. Πολέμησε στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και αργότερα, ως ναυτικός … Dictionary of Greek
καθαυτό — και καθεαυτό και καθεαυτού επίρρ. τροπ., γνήσια, κυριολεκτικά, αναμφισβήτητα: Αυτός είναι καθεαυτού Πατρινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)